- πλακόδερμοι
- (placodermes). Υποτάξη ψαριών που έχουν εκλείψει και των οποίων το δέρμα ήταν εφοδιασμένο με οστέινες πλάκες. Είχαν στο στήθος αποφύσεις, που αποτελούνταν ή από ένα άρθρο (αρθρόδειροι) ή από πολλά (αντίαρχοι). Σε πολλά χαρακτηριστικά τους μοιάζουν με τα σημερινά σαλάχια. Έζησαν κατά τη δεβόνια και τη λιθανθρακοφόρα περίοδο. Η υποτάξη αυτή αριθμεί τέσσερα γένη, τον κοκκόστεο, τον πτέριχθυ, την αστερολεπίδα και τη βοθρυολεπίδα.
* * *οι, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένη συνομοταξία αρχέγονων ιχθύων, που έζησαν κυρίως κατά το δεβόνιο, ενώ στο λιθανθρακοφόρο, που ακολούθησε, διατηρήθηκαν δύο μόνο είδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. placodermi (< πλάξ, πλακός + δέρμα)].
Dictionary of Greek. 2013.